- σχολάζουσα
- σχολάζωto have leisurepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολαζούσας — σχολαζούσᾱς , σχολάζω to have leisure pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σχολαζούσᾱς , σχολάζω to have leisure pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek